- δεσποινίδα
- και δεσποινίς, η (Μ δεσποινίς) [δέσποινα]νεοελλ.1. νεαρή γυναίκα2. ανύπαντρη γυναίκαμσν.1. κυρία, αρχόντισσα2. αρχοντοπούλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσποινίδα — η ανύπαντρη γυναίκα νεαρής ηλικίας: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις κυρίες και δεσποινίδες που παραβρέθηκαν στην ομιλία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Despœna — Despina Pour les articles homonymes, voir Despina (homonymie). Dans la mythologie grecque, Despina (en grec ancien Δέσποινα / Déspoina, « maîtresse » ou « reine ») est une nymphe, fille de Poséidon et de Déméter[1]. Ce nom… … Wikipédia en Français
μις — η (άκλιτο) 1. ανύπαντρη γυναίκα, δεσποινίδα, ματμαζέλ 2. κοπέλα που αναδεικνύεται πρώτη σε τοπικό ή διεθνή διαγωνισμό ομορφιάς («μις Ελλάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. miss «δεσποινίδα» (συντμ. τ. τού αγγλ. mistress «κυρία»)] … Dictionary of Greek
ντεμουαζέλα — η νεαρή γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί, δεσποινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demoiselle «δεσποινίδα» < υστερολατ. dominicella < λατ. domina «δέσποινα, κυρία»] … Dictionary of Greek
Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en Grecia (11 millones) Chipre … Wikipedia Español
δεσποινίς — η βλ. δεσποινίδα … Dictionary of Greek
δεσποινίτσα — η μικρή δεσποινίδα … Dictionary of Greek
δεσποινούλα — η μικρή, χαριτωμένη δεσποινίδα … Dictionary of Greek
ματμαζέλ — και μαμζέλ και μαμαζέλ, η (άκλιτο) η δεσποινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mademoiselle < ma + demoiselle (υστερολατ. dominicella)] … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek